στρεύγομαι

στρεφεδινέω-ῶ

στρέφω
στρεφε·δινέω-ῶ []
1 tr. faire tournoyer, d’où au pass. (3 pl. ao. épq. στρεφεδίνηθεν, Il. 16, 792) tournoyer ||
2 intr. (seul. impf. épq. στρεφεδίνεον) Q. Sm. 13, 6.
Étym. στρέφω, δινέω.