Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρέψις
στρεψοδικέω-ῶ
στρεψοδικοπανουργία
στρεψο·δικέω-ῶ
[
ῐ
] pervertir la justice,
Ar.
Nub.
434
.
Étym.
στρέφω, δίκη
.