στρεψοδικέω-ῶ

στρεψοδικοπανουργία

στρήνα
στρεψο·δικο·πανουργία, ας () [ῐᾰ] perversion de la justice par de mauvaises chicanes, Ar. Av. 1468.
Étym. στρέφω, δίκη, πανουργία.