στρογγυλόγλυφος

στρογγυλοδίνητος

στρογγυλοειδής
στρογγυλο·δίνητος, ος, ον [ῠῑ] qui tourne en rond, qui tournoie, Archestr. (Ath. 112a).
Étym. στρ. δινέω.