Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στρογγύλλω
στρογγυλόγλυφος
στρογγυλοδίνητος
στρογγυλό·γλυφος,
ος, ον
[
ῠῠ
] taillé rond,
Héron
Aut.
269
.
Étym.
στρογγύλος, γλύφω
.