Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στυγερώπης
στυγερωπός
στυγερῶς
στυγερ·ωπός,
ός, όν
[
ῠ
] à l’aspect odieux,
Anth.
9, 662
.
Étym.
στ. ὤψ
.