Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στυγερός
στυγερώπης
στυγερωπός
στυγερ·ώπης,
ης, ες
[
ῠ
] aux regards sinistres,
Hés.
O.
194
.
Étym.
στυγερός, ὤψ
.