Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυπτηριώδης,
ης, ες,
qui a un goût d’alun,
Hpc.
Aër.
286 ;
Probl.
24, 18 ;
Th.
C.P.
2, 5, 1
.
Étym.
στυπτηρία, -ωδης
.