στωμύληθρος

στωμυλία

στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμυλία, ας () [] babil, bavardage, Ar. Ran. 1069 ; Pol. 9, 20, 6 ; Anth. 7, 222 ; Plut. Cim. 4 ||
E Ion. -ίη, Anth. l. c.
Étym. στωμύλος.