στωμυλία

στωμυλιοσυλλεκτάδης

στωμύλλω
στωμυλιο·συλλεκτάδης, ου () [μῠᾰ] collectionneur, c. à. d. débitant de bavardages, Ar. Ran. 839.
Étym. στωμυλία, συλλέγω.