συϐήνη

συϐόσιον

Σύϐοτα
συ·ϐόσιον, ου (τὸ) troupeau de cochons, Pol. 12, 4, 8 ||
E [ Il. 11, 679 ; Od. 14, 101].
Étym. σῦς, βόσκω.