συκαμίνινος

συκάμινον

συκάμινος
συκάμινον, ου (τὸ) [ῡᾰῑ] mûre, Eub. 3, 250 Meineke ; Philippid. (Com. fr. 4, 473) ; Arstt. Rhet. 3, 11, 15 ; Spt. Amos 7, 14.
Étym. συκάμινος.