συκάμινον

συκάμινος

συκαμινώδης
συκάμινος, ου ( ou ) [ῡᾰῑ] mûrier, Amphis (Com. fr. 3, 318) ; Th. C.P. 6, 6, 4, etc. ||
E ἡ σ. Th. l. c. ; ὁ σ. Amphis l. c.
Étym. συκῆ.