συκοϐασίλεια

συκολογέω-ῶ

συκομοραία
συκο·λογέω-ῶ []
1 cueillir des figues, Ar. Pax 1346 ||
2 disserter sur les figues, Ath. 79a.
Étym. συκῆ, -λογος de λέγω.