Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συκολογέω-ῶ
συκομοραία
συκομορίτης οἶνος
συκομοραία
ou
συκομορέα,
ας
(
ἡ
)
[
ῡ
]
c.
συκόμορος,
NT.
Luc.
19, 4
.