συκοφάντρια

συκοφαντώδης

συκόφασις
συκοφαντώδης, ης, ες [] d’une manière calomnieuse, DS. 15, 40 ; Dicéarq. p. 9 Huds. ||
Cp. -έστερος, Lys. (Ath. 611f).
Étym. συκοφάντης, -ωδης.