συλλαϐικός
συλλαϐομαχέω-ῶσυλλαϐικός, ή, όν
[ᾰ] qui concerne les syllabes,
Dysc. Pron.
371 ; Synt.
7, 25 ; Porph.
(Villois. Anecd. t. 2,
p. 111) ; σ. αὔξησις,
Drac. 155, 16,
augment syllabique ; σ. τόνος,
Porph. Pros.
111, accent syllabique, c. à d. accent grave.
Étym.
συλλαϐή.