συλλαϐικός

συλλαϐομαχέω-ῶ

συλλαϐοπευσιλαϐητής
συλλαϐο·μαχέω-ῶ [ᾰᾰ] disputer sur des syllabes, Phil. 1, 526.
Étym. συλλαϐή, μάχομαι.