συλλαϐοπευσιλαϐητής
συλλαγχάνωσυλλαϐο·πευσι·λαϐητής, οῦ (ὁ) qui épluche les syllabes, Hégésandre (Ath. 162a) ; cf. Anth. App. 288 conj. (var. συλλαϐοπευσιλαλητής, qui épluche chaque syllabe de
chaque mot avant de les prononcer).
Étym.
συλλ., πεύσομαι, λαμϐάνω.