συλλογισμός

συλλογιστέος

συλλογιστικός
συλλογιστέος, α, ον, qu’il faut admettre par le raisonnement, Plat. Rsp. 517c ; au neutre, Arstt. Top. 8, 11, 2, etc.
Étym. vb. de συλλογίζομαι.