συλλογιστέος

συλλογιστικός

συλλογιστικῶς
συλλογιστικός, ή, όν :
1 qui concerne le raisonnement, Plat. Def. 414e, particul. syllogistique, Arstt. An. pr. 1, 25, 9, etc. ; en parl. des conjonctions qui marquent une suite dans le raisonnement (ἄρα, ἀλλά, ἀλλὰ μήν, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, οὐκοῦν) D. Thr. 642, 643 ; Dysc. Conj. 494, 12 ; 519, 19 ; 525, 31 ||
2 habile à raisonner, fin, habile, Aristén. 1, 13.
Étym. συλλογίζομαι.