σῦλον

συλόνυξ

Συλοσῶν
συλ·όνυξ, υχος (ὁ, ἡ) [ῡῠχ] qui coupe (litt. qui enlève) les ongles, Anth. 6, 307.
Étym. συλάω, ὄνυξ.