Σύμαιθος

συμϐαδίζω

συμϐαίνω
συμ·ϐαδίζω [] marcher avec, dat. Jos. A.J. 1, 20, 3 ; El. N.A. 7, 41 ; DC. 77, 13 ; Thém. Or. 1, 17d ; 21, 263d.