συμϐολικῶς

συμϐολοκοπέω-ῶ

συμϐολοκόπος
συμϐολοκοπέω-ῶ, rechercher les pique-nique, Phil. 1, 359 ; Spt. Deut. 21, 20 ; Sir. 18, 33.
Étym. συμϐολοκόπος.