συμϐολοκοπέω-ῶ

συμϐολοκόπος

συμϐολομαντεία
συμϐολο·κόπος, ου () coureur de pique-nique, Aqu. Prov. 23, 21 ; 28, 7.
Étym. συμϐολή, κόπτω.