συμϐουλευτέος

συμϐουλευτής

συμϐουλευτικός
συμϐουλευτής, οῦ ()
1 conseiller, particul. orateur qui conseille une décision, Plat. Leg. 921a ||
2 sénateur, Din. (Poll. 6, 159) ; à Rome, DC. 59, 26.
Étym. συμϐουλεύω.