συμϐουλή

συμϐουλία

συμϐούλιον
συμϐουλία, ας () c. le préc. Xén. Mem. 1, 3, 4 ; Arstt. Pol. 3, 13, 6 ; au plur. Xén. Cyr. 1, 6, 2 ; Dém. 342, 29 ||
E Ion. -ίη, Hdt. 3, 1, 125, etc.
Étym. σύμϐουλος.