συμμαχία

συμμαχικός

συμμαχικῶς
συμμαχικός, ή, όν [] qui concerne une alliance, Thc. 3, 58 ; τὸ συμμαχικόν, Hdt. 6, 9, les alliés ; Arstt. Ath. 32, 9, le trésor fédéral.
Étym. σύμμαχος.