Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συμμοριάρχης
σύμμορος
συμμορφίζω
σύμ·μορος,
anc. att.
ξύμ·μορος,
ος, ον,
associé, confédéré,
Thc.
4, 93
.
Étym.
σ. μείρομαι
.