συμπαρασπείρω

συμπαραστατέω-ῶ

συμπαραστάτης
συμ·παραστατέω-ῶ [στᾰ] se tenir auprès pour assister, d’où assister, secourir, dat. Eschl. Pr. 218 ; Ar. Eccl. 15 ; abs. Ar. Ran. 385.
Étym. συμπαραστάτης.