συμπεριπλοκή

συμπεριποιέω-ῶ

συμπεριπολέω-ῶ
συμ·περιποιέω-ῶ, aider à acquérir : τὴν ἀρχήν τινι, Pol. 3, 49, 9 ; DS. 11, 81, aider qqn à acquérir le pouvoir.