συμπεριποιέω-ῶ

συμπεριπολέω-ῶ

συμπεριπόλησις
συμ·περιπολέω-ῶ, tourner ensemble autour, d’où accompagner sans cesse, Plut. M. 745e, 766b ; Phil. 1, 16 ; Jos. c. Ap. 2, 2.