συμπεριπολέω-ῶ

συμπεριπόλησις

συμπερίπολος
συμ·περιπόλησις, εως () action de tourner ensemble autour, évolution simultanée autour, Procl. Plat. 1 Alc. p. 138.
Étym. συμπεριπολέω.