συμφοίτησις

συμφοιτητής

συμφονεύω
συμφοιτητής, οῦ () condisciple, Xén. Hell. 2, 4, 20 ; Plat. Euthyd. 272d, etc. ; Arstt. Nic. 8, 12, 8.
Étym. συμφοιτάω.