Σύμφορος

συμφόρως

συμφράδμων
συμφόρως, adv. avantageusement, utilement, Isocr. 102e ||
Cp. -ώτερον, Thc. 3, 40 ; Xén. Hell. 6, 5, 39, etc. ; sup. -ώτατα, Thc. 8, 43 ; Xén. Cyr. 5, 3, 22 ; Hell. 4, 2, 10, etc.
Étym. σύμφορος.