συμφρόνησις

συμφροντίζω

συμφροσύνη
συμ·φροντίζω, s’inquiéter ensemble : τινός, Luc. Dem. enc. 25, de qqn ; τινὶ περί τινος, Syn. 23, se préoccuper de qqe ch. avec qqn.