συμφρονέω-ῶ

συμφρόνησις

συμφροντίζω
συμφρόνησις, εως () consentement, accord, Pol. 2, 37, 8 ; Jos. A.J. 19, 8, 1 ||
E Dor. συμφρόνασις [] Philol. B 10, p. 410, 22 (Nicom. Arithm. 2, 19).
Étym. συμφρονέω.