συμφύλαξ

συμφυλάσσω

συμφυλέτης
συμ·φυλάσσω, att. -άττω [φῠ] veiller ensemble sur, garder ensemble, Hdt. 7, 172 ; Xén. Mem. 2, 8, 3 ; Plat. Rsp. 451d.