συμφυΐα

συμφύλαξ

συμφυλάσσω
συμ·φύλαξ, ακος () [φῠᾰκ] qui garde avec, compagnon de garde, Thc. 5, 80 ; Plat. Rsp. 463b et c ; fig. Xén. Cyr. 8, 6, 11.