συμπληρόω-ῶ

συμπλήρωμα

συμπλήρωσις
συμπλήρωμα, ατος (τὸ) chose achevée ou complète, d’où résultat, T. Locr. 96b ; Arstt. Probl. 11, 18 ; DL. 5, 30 ; 10, 48.
Étym. συμπληρόω.