συμπολίζω

συμπολιορκέω-ῶ

συμπολιτεία
συμ·πολιορκέω-ῶ, assiéger ensemble, Hdt. 1, 161 ; Thc. 3, 20 ; Dém. 663, 21 ; au pass. Pol. 2, 7, 8.