συμπολιορκέω-ῶ

συμπολιτεία

συμπολιτεύω
συμπολιτεία, ας () [] confédération ou ligue de plusieurs États, Pol. 2, 41, 12 ; 2, 44, 5 ; 3, 5, 6 ; DS. Exc. p. 575, 31.
Étym. συμπολιτεύω.