συμπρεσϐεύω

σύμπρεσϐυς

συμπρεσϐύτερος
σύμ·πρεσϐυς, εως () c. συμπρεσϐευτής, Thc. 1, 90 ; Xén. An. 5, 5, 24 ; Dém. 400, 6, etc.