συναγάλλομαι

συναγανακτέω-ῶ

συναγανάκτησις
συν·αγανακτέω-ῶ [ᾰᾰν] s’indigner avec, Pol. 4, 7, 3 ; DH. 10, 6 ; Plut. Rom. 7 ; τινι ἐπί τινι, Pol. 2, 59, 5, etc. avec qqn de qqe ch.