συναγανακτέω-ῶ

συναγανάκτησις

συναγαπάω-ῶ
συναγανάκτησις, εως () [ᾰᾰν] action de s’indigner avec qqn, Arstt. H.A. 9, 7, 4 ; DH. 9, 7, 45.
Étym. συναγανακτέω.