συναγνοέω-οῶ

συνάγνυμι

συναγοράζω
συν·άγνυμι, ion. et anc. att. ξυν·άγνυμι (seul. ao. 3 sg. et 3 pl. inf. συνάξαι) mettre en pièces, Il. 11, 114 ; 13, 166 ; Od. 14, 383 ||
E Ao. 3 sg. συνέαξε, Il. 11, 114 ; ion. 3 sg. ξυνέαξε, Il. 13, 166 ; ion. 3 pl. συνέαξαν, Od. l. c.