συνάγνυμι

συναγοράζω

συναγορεύω
συν·αγοράζω [ᾰγ] acheter avec ou ensemble, Arstt. Œc. 2, 9, 1 ; Plut. M. 796d ; Ps.-Plut. Fluv. 7, 3 ; Ath. 6a, 214e.