συνάγω

συναγωγεύς

συναγωγή
συναγωγεύς, έως () []
1 qui resserre, qui contracte, en parl. de muscles, Hpc. 278, 35 ||
2 qui rassemble, Lys. 124, 13 ||
3 qui unit, qui concilie, Plat. Conv. 191d.
Étym. συνάγω.