συναναπλάσσω

συναναπλέκω

συναναπληρόω-ῶ
συν·αναπλέκω :
1 tr. entrelacer avec, Luc. Gall. 13, Anach. 15 ; fig. Lgn 20, 1 ||
2 intr. s’enlacer à, dat. Eum. 9, p. 345.