συναναπλέκω

συναναπληρόω-ῶ

συναναπράσσω
συν·αναπληρόω-ῶ :
1 remplir en même temps ou entièrement, Th. H.P. 4, 13, 4 ||
2 compenser, Pol. 23, 18, 7 ; Plut. M. 795b.